Ὁ φυσικὸς θάνατος, ὁ ὁποῖος ἐπῆλθε στὴν πρωτόπλαστη φύση, δὲν ἦταν κάτι θελημένο ἀπὸ τὸν Θεό. Κάτι τέτοιο, θὰ ἦταν ἀνάξιο τῆς σοφίας καὶ τῆς δύναμης τοῦ δημιουργοῦ, νὰ πλάσει δηλαδὴ ὄντα ποὺ νὰ εἶχαν μέσα τους τὸν σπόρο τῆς διάλυσης καὶ τῆς φθορᾶς. Θὰ ἔμοιαζε μὲ ἀρχιτέκτονα, ποὺ κατασκεύασε οἰκοδόμημα ἑτοιμόρροπο καὶ σαθρό, τὸ ὁποῖο στὴν πρώτη ἀντιξοότητα θὰ σωριαζόταν σὲ ἐρείπια.
Ὁ θάνατος ἑπομένως δὲν ἦταν ἐνταγμένος στὸ δημιουργικὸ σχέδιο τοῦ Θεοῦ. Ὁ ἄνθρωπος εἶχε τὴ δυνατότητα νὰ μὴν ἀποθάνει (posse non mori). Αὐτὸ θὰ συνέβαινε στὸ μέτρο ποὺ αὐτὸς θὰ τηροῦσε τὴ σωστὴ σχέση του πρὸς τὸν Θεό, δηλαδὴ μὲ ἀφοσίωση καὶ ἀγάπη θὰ στρεφόταν πρὸς τὸ ἀγαθό, μένοντας πιστὸς στὴν τήρηση τοῦ θελήματος καὶ τῶν ἐντολῶν τοῦ Θεοῦ. Ἡ ἀφθαρσία καὶ ἡ ἀθανασία θὰ χορηγοῦνταν τότε σὰν δῶρο στὴν παγιωμένη στὸ ἀγαθὸ καὶ τὸν νόμο τοῦ Θεοῦ ἀνθρώπινη φύση. Αὐτὸ, ὅμως, δυστυχῶς δὲν συνέβη. Ὁ ἄνθρωπος δὲν παρέμεινε πιστὸς στὸν ἄφθαρτο λόγο τῆς φύσης του, δὲν τήρησε τὸ θέλημα τοῦ Δημιουργοῦ του καὶ μὲ αὐτὸ ἔχασε τὴ δυνατότητα νὰ μείνει ἄφθαρτος καὶ ἀθάνατος. Ὁ Θεὸς τιμώρησε τὸν παραβάτη. Ὁ θάνατος ἦταν ἡ μοιραία καὶ ὀδυνηρὴ συνέπεια τῆς πρώτης ἁμαρτίας. Ὁ Θεὸς χάλασε τὴν ἀτίθαση φύση, διέλυσε τὸν σύνδεσμο ψυχῆς καὶ σώματος καὶ παρέδωσε τὸ ὑλικὸ τῆς ψυχῆς περίβλημα στὴ φθορὰ καὶ τὴ διάλυση. Ἔτσι ἀνέκοψε τὴ νομὴ τῆς ἁμαρτίας διαλύοντας τὸ σκεῦος, γιὰ νὰ μὴ μείνει τὸ κακὸ ἀθάνατο ἐπὶ τῆς γῆς. Ὁ νεκρὸς δὲν ἔχει τὴ δυνατότητα νὰ κάνει τὸ κακὸ καὶ τὴν ἁμαρτία.
Διαβάστε περισσότερα: Ἡ ἔννοια τοῦ θανάτου καὶ ἡ ἀθανασία τῆς ψυχῆς
«Θεέ μου…Εἶμαι πεσμένος… Σήκωσέ με. Ἀνάστησέ με. Σῶσε με!…»
Κατὰ τὴν «ἔσχατη» καὶ «μεγάλη» καὶ «σωτήρια» ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς, κατὰ τὴν ὁποία μᾶς ἀποκαλύφθηκε καὶ προσκυνοῦμε καὶ δοξάζουμε τὸ μέγα μυστήριο τῆς Ἁγίας καὶ Ὁμοουσίου καὶ Ζωοποιοῦ καὶ Ἀδιαιρέτου καὶ Ἀσυγχύτου Τριάδας, τοῦ Ἑνὸς καὶ Μοναδικοῦ Θεοῦ, τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ἀμέσως μετὰ τὴν πανηγυρικὴ Θεία Λειτουργία, τελοῦμε τὸν «Ἑσπερινὸ τῆς Γονυκλισίας», κατὰ τὸν ὁποῖο ψάλλουμε ὕμνους ἀφιερωμένους κατ’ ἐξοχὴν στὸ Πανάγιο Πνεῦμα, τὸ τρίτο Πρόσωπο τῆς Τρισηλίου Θεότητας, ποὺ εἶναι «φῶς καὶ ζωὴ καὶ ζῶσα πηγὴ νοερά. Πνεῦμα σοφίας, Πνεῦμα συνέσεως, ἀγαθόν, εὐθές, νοερόν, ἡγεμονεῦον, καθαῖρον τὰ πταίσματα, Θεὸς καὶ θεοποιοῦν, πῦρ ἐκ πυρὸς προϊόν, λαλοῦν, ἐνεργοῦν, διαιροῦν τὰ χαρίσματα».
Ἀμέσως μετὰ τὴν «Εἴσοδο» τοῦ Ἑσπερινοῦ, κι ἀφοῦ ψαλεῖ τὸ «Φῶς ἱλαρὸν» καὶ τὸ πανηγυρικὸ Μέγα Προκείμενο «Τίς Θεὸς Μέγας ὡς ὁ Θεὸς ἡμῶν; Σὺ εἰ ὁ Θεός, ὁ ποιῶν θαυμάσια μόνος!», σὲ ἦχο βαρύ, μεγαλόπρεπο, ἀντάξιο τοῦ νοήματος καὶ τοῦ μηνύματός του, ὁ Διάκονος μᾶς καλεῖ, κλῆρο καὶ λαό, νὰ γονατίσουμε καὶ ν’ ἀπευθύνουμε στὸ Θεὸ γονυπετεῖς λόγο ἱκεσίας: «Ἔτι καὶ ἔτι, κλίναντες τὰ γόνατα, τοῦ Κυρίου δεηθῶμεν».
Ἀπὸ τὴ λαμπροχαρμόσυνη ἁγία ἡμέρα τοῦ Πάσχα μέχρι καὶ σήμερα, ἡ γονυκλισία ἦταν ἀπαγορευμένη. Σύμφωνα μὲ τοὺς Ἱεροὺς Κανόνες, καὶ γιὰ νὰ ὑπογραμμίζεται τὸ χαρούμενο καὶ σωτήριο μήνυμα τῶν ἀναστάσιμων βιωμάτων τῆς Ἐκκλησίας, ἡ προσευχὴ τῶν Ὀρθοδόξων γίνεται «ὀρθοστάδην». Σὲ ὄρθια δηλαδὴ στάση, καὶ ὄχι μὲ γονυκλισία. Ὅμως, τὴν ὥρα τούτη τὸ «ὀρθοστάδην» παραμερίζεται, ὄχι μόνο γιὰ νὰ χαιρετίσουμε θεοπρεπῶς τὸ Πανάγιο Πνεῦμα, «δι’ οὐ Πατὴρ γνωρίζεται καὶ Υἱὸς δοξάζεται, καὶ παρὰ πάντων γινώσκεται μία δύναμις, μία σύνταξις, μία προσκύνησις τῆς Ἁγίας Τριάδος», μὰ καὶ γιὰ νὰ ποῦμε, κατὰ πὼς ταιριάζει σὲ παραστρατημένους, ὅπως εἴμαστε ὅλοι μας, χωρὶς ἐξαίρεση, τὸ «ἡμάρτομεν!», καὶ νὰ ζητήσουμε τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ, τὴν ἄφεση, τὴν κάθαρση, τὴ συγγνώμη.
Ἡ ἔνδοξη Ἀνάληψη τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ καὶ ποὺ περιγράφεται κυρίως ἀπὸ τὸν Εὐαγγελιστὴ Λουκᾶ, τὸν θεολόγο τῆς Ἀναλήψεως, ἀποτελεῖ τὸ τέλος τῆς ἐνσάρκου Οἰκονομίας καὶ τὴν ἀρχὴ τῆς ἐπουράνιας δοξασμένης Βασιλεία Του, ἀφοῦ πλέον βρίσκεται συγκάθεδρος καὶ συνδοξασμένος μὲ τὸν Οὐράνιο Πατέρα Του.
Οἱ Ἅγιοι Πατέρες καὶ οἱ ὑμνογράφοι ἐπισημαίνουν προρρήσεις καὶ γεγονότα στὴν Π. Διαθήκη, προτυπώσεις τῆς Ἀναλήψεως. Ὁ προφήτης Ἠλίας ἀναλήφθηκε μὲ πύρινο ἅρμα, ἐνῶ τὸν Ἰησοῦ «νεφέλη ἀνέλαβε», γιὰ νὰ δειχθῇ ἡ ὁμοτιμία μὲ τὸν Πατέρα.
Ἡ ἀνάληψη τοῦ προφήτου Ἠλιού διαφέρει κατὰ πολὺ ἀπὸ τὴν Ἀνάληψη τοῦ Χριστοῦ, διότι «ὁ προφήτης Ἠλίας, ὅταν ἀνέβηκε στὸν οὐρανό, ἄφησε στὸν Ἐλισσαῖο τὴν μηλωτή του. Ὁ Ἰησοῦς, ὅταν ἀναλήφθηκε, ἄφησε στοὺς Μαθητές Του τὴν ὑπόσχεση τῶν χαρισμάτων τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.
Τὸ νόημα τῆς Ἀναλήψεως τοῦ Κυρίου εἶναι ἐπιβεβαίωσις τῆς ὑπερβολικῆς τιμῆς τῆς ἤδη θεωθείσης ἀνθρωπίνης φύσεως μὲ τὴν ἐνθρόνισή της στὰ δεξιὰ τοῦ Πατρός. Τὸ δεξιὸν δηλώνει σχέση ἰσότητος καὶ μεγάλης τιμὴ πρὸς τὸν Υἱόν.
Ὡς Θεὸς ὁμοούσιος, ὁ Υἱὸς ποτὲ δὲν ἀποχωρίστηκε ἀπὸ τὸν Πατέρα. Κατέβηκε μὲν κατὰ τὴν Θεότητα, συγκαταβατικῶς, ἀνέβηκε δὲ καὶ σωματικῶς, ἐνῶ εἶναι Ἕνας καὶ ὁ Αὐτὸς καὶ Θεὸς καὶ ἄνθρωπος. Δὲν ὑψώνεται ὁ Ὕψιστος, ἀλλὰ ἡ σάρκα τοῦ Ὑψίστου· δὲν δοξάζεται ὁ Κύριος τῆς δόξης. ἀλλὰ ἡ ἀνθρώπινη φύση τοῦ Κυρίου τῆς δόξης.
Τώρα τὸ ἀναληφθὲν Σῶμα Του συνεδρεύει μὲ τὸν Πατέρα καὶ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα, γεγονὸς ποὺ ἀποτελεῖ τὴν ὕψιστη δόξα καὶ τιμὴ τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως. Προσκυνεῖται ἡ φύση μας ἀπὸ ὅλες τὶς Ἀγγελικὲς Δυνάμεις. Ἀνέβηκε ψηλότερα ἀπὸ τὰ Σεραφεὶμ καὶ δὲν στάθηκε, μέχρι ποὺ ἔφθασε στὸν Θρόνο τοῦ Θεοῦ. Ἀνέβηκε, λοιπόν, τὸ θεωμένο φύραμά μας πάνω ἀπὸ τοὺς Ἀγγέλους. Στὴν Ἀνάληψη εἶδαν οἱ Ἀρχάγγελοι τὸν ἄνθρωπο νὰ λάμπῃ κοντὰ στὸν Θρόνο τοῦ Θεοῦ, ν’ ἀστράφτη ἀπὸ ἀθάνατη δόξα καὶ ὀμορφιά.
Καλὴ κι εὐλογημένη χρονιὰ σὲ ὅλον τὸν κόσμο.
Εὑρισκόμεθα στὸ ἑορταστικὸ κλῖμα τῶν Χριστουγέννων καὶ ὅλου τοῦ Δωδεκαημέρου, τοῦ νέου ἔτους καὶ τῶν Θεοφανείων, καὶ δὲν ἔχουμε ἐλευθερωθεῖ ἀπὸ τοὺς φόβους μας ποὺ ὁ καθένας μας ἀντιμετωπίζει γιὰ τὶς γενικὲς καὶ τὶς προσωπικές δυσκολίες. Παρὰ ταῦτα, καὶ ἐνῶ δὲν ἔχουμε ἐλευθερωθεῖ ἀπὸ τοὺς φόβους, κάθε ἄνθρωπος μπορεῖ νὰ μὴν ἔνοιωσε ὁλόκληρο τὸ βάθος τῆς εὐλογίας τῶν Χριστουγέννων καὶ νὰ μὴν βίωσε τὸ «ἔνθα ὁ ἦχος τῶν ἑορταζόντων καὶ ἡ ἀπέραντη ἡδονὴ τῶν καθορώντων τοῦ Σοῦ προσώπου τὸ κάλλος τὸ ἄρρητον», καὶ νὰ μὴν ποτνιάστηκε ἐκ τῆς παλιγενεσίας ὡς ἠξιώθη ὁ Χριστοτερπής λαός, ὅμως ὅλοι οἱ ἄνθρωποι ζήσαμε κάτι ἀπὸ τὰ Χριστούγεννα, εἴτε ὡς χαρὰ εὐχαριστοῦντες, εἴτε ὡς δάκρυ πόνου παραπονούμενοι.
Ἄς ἐλπίσουμε ὅτι προτοῦ παρέλθει ἡ ἐπιρροὴ ἀπὸ τὰ ἑορταστικὰ γεγονότα, νὰ μετατραποῦν οἱ ὅποιες ἐπιρροὲς καὶ τὰ ὅποια γεγονότα σὲ διαχρονικὰ βιώματα καὶ διαχρονικὲς ἀποφάσεις.
Τὰ Χριστούγεννα, μὲ μία λέξη, μὲ μία φράση, εἶναι ἡ νέα ἀνθρωπότητα. Ἡ γέννηση τοῦ νέου τύπου ἀνθρώπου. Ἔχουμε νέα δημιουργία. Νέα πλάση, μὲ γνώρισμα τὴν ἀπόλυτη ταπείνωση. «Καινούργιος κόσμος μέσα στ᾿ ἄχυρα γεννιέται», λέει ὁ ποιητής τῶν καιρῶν μας. Ἐπειδὴ ὁ πρῶτος Ἀδάμ μὲ ὑπερηφάνεια καὶ ἀποστασία συμπαρέσυρε ὅλο τὸ γένος τῶν ἀνθρώπων στὴν ἀποστασία, στὴν χωρὶς Θεὸ ζωή, στὴν ἀπώλεια, ἔρχεται τώρα διὰ τοῦ Νέου Ἀδὰμ, τοῦ Ἐνανθρωπήσαντος Ἰησοῦ Χριστοῦ ἡ θεραπεία τοῦ κόσμου. Ἡ ἀναγέννηση τοῦ κόσμου. Ἡ ἀνάπλαση τοῦ κόσμου.
Ἀπολυτίκιον
Τῶν Ὀρθοδόξων προστάτην καὶ ἐν σώματι ἄγγελον, καὶ θαυματουργὸν θεοφόρον νεοφανέντα ἡμῖν, ἐπαινέσωμεν πιστοὶ θεῖον Γεράσιμον· ὅτι ἀξίως παρὰ Θεοῦ ἀπείληφεν, ἰαμάτων τὴν ἀέναον χάριν· ῥώννυσι τοὺς νοσοῦντας, δαιμονῶντας ἰᾶται· διὸ καὶ τοῖς τιμῶσιν αὐτόν, βρύει ἰάματα.
Ο Ναός μας πανηγυρίζει στις 20 Ὀκτωβρίου